ομόσφυρος

ομόσφυρος
(I)
ὁμόσφυρος, -ον (Α)
1. αυτός που περπατά συντροφιά με κάποιον, συνοδοιπόρος
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁμόσφυρος
ἀδελφή»
3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ὁμόσφυρος ὁ ἀδελφός, διὰ τὸ περὶ τὰ αὐτὰ σφυρὰ τῆς μητρὸς πεσεῑν γεννηθέντα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + σφυρόν «αστράγαλος» (πρβλ. λευκό-σφυρος)].
————————
(II)
ὁμόσφυρος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὁμόσφυρος... τῆς δὲ τρίτης συλλαβῆς ἐκτεινομένης, δηλοῑ τὸν ὁμόχωρον, σφῡρα γὰρ τῆς σπορίμου γῆς τὸ μέτρον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + σφῦρα «μέτρο γης, εκτάσεως»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὁμόσφυρος — walking in company masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόσφυροι — ὁμόσφυρος walking in company masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”